- λαοκρίτης
- λαοκρίτης, ὁ (Α)δικαστής κατά την εποχή τών Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, ο οποίος εκδίκαζε τις μεταξύ τών ντόπιων υποθέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο-* + -κρίτης (< κρίνω), πρβλ. ονειρο-κρίτης, χειρο-κρίτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek
λαοκρίσιον — λαοκρίσιον, τὸ (Α) [λαοκρίτης] οίκημα όπου συνεδρίαζαν οι λαοκρίτες … Dictionary of Greek